ὑπερβιβάζειν

ὑπερβιβάζειν
ὑπερβιβάζω
carry over
pres inf act (attic epic)
ὑπερβιβάζω
carry over
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπερβιβάζω — ΜΑ μσν. (σχετικά με χρόνο) αφήνω να περάσει αρχ. 1. διαβιβάζω, περνώ κάτι πάνω από κάτι άλλο («ὑπερβιβάζειν τὰς ναῡς ἐκ τοῡ λιμένος εἰς τὴν νότιον πλευράν», Λουκιαν.) 2. μεταθέτω τα γράμματα ή τον τόνο μιας λέξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βιβάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”